υφάλως

υφάλως
Μ
επίρρ. βλ. ύφαλος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ύφαλος — η, ο / ὕφαλος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια τής θάλασσας 2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η ύφαλος ωκεαν. βραχώδης κοραλλιογενής ή αμμώδης ανύψωση τού θαλάσσιου πυθμένα η οποία καλύπτεται από τα νερά και τής οποίας η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”